Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στον LOVE 97,5

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στον LOVE 97,5

Η Μαίρη Βαρσάμη, συνάντησε τον αγαπημένο ηθοποιό Γιώργο Κωνσταντίνου,

στα
παρασκήνια του θεάτρου Αργώ, στο πλαίσιο της παράστασης «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην»
στην οποία πρωταγωνιστεί. Συζήτησαν για το έργο, τους νέους ηθοποιούς, τις ταινίες που
άφησαν εποχή, την τηλεόραση, αλλά και για σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα.
Μια κουβέντα με πολύ συναίσθημα και πολλή αγάπη!
Μόνο για τον Love 97,5.

 


M.Β.: Με αφορμή την απόρριψή σας από το Εθνικό Θέατρο στα πρώτα σας βήματα, αλλά
και την καταξίωσή σας αργότερα από τους θεατές, τελικά κ. Κωνσταντίνου, ποιος ορίζει
την επιτυχία, η άποψη των κριτικών ή αυτή του κοινού? Τι είναι πιο σημαντικό τελικά, το
ταλέντο, οι σπουδές ή κατά πόσο αγγίζεις τον κόσμο?


Γ.Κ.: Όταν ξεκίνησα να κάνω το λειτούργημα του ηθοποιού, πήγα στο Εθνικό Θέατρο να
δώσω εξετάσεις και υποτίθεται ότι έπρεπε να παίξω με στόμφο ένα κομμάτι του Άμλετ. Εγώ
όμως έπαιξα με απλότητα, αληθινά, έχοντας μια άλλη διαίσθηση για το τι είναι υποκριτική.
Καταλαβαίνετε ότι τότε έφριξαν οι κριτικοί και με απέρριψαν. Όταν πήγα στο Θέατρο
Τέχνης λοιπόν, ο Καρολος Κουν προσπαθούσε να μας μάθει να μιλάμε ανθρώπινα, να
παίζουμε όπως μιλάμε στη ζωή μας, χωρίς στόμφους, και το ιδιαίτερο και πιο σπουδαίο
από αυτά που διδάχτηκα, ήταν το συναίσθημα. Δηλαδή, ό,τι λες να το αισθάνεσαι, ό,τι
παίζεις να το νιώθεις. Αν είναι δυνατόν, να παίζεις όπως θα ήσουν μέσα στο σπίτι σου. Αυτό
έχει μεγαλύτερη σημασία και αυτό ορίζει την επιτυχία. Κανένας άλλος.
Όπως και τώρα στο θέατρο Αργώ, στην παράσταση «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην», αυτό που
κάνουμε με τον Αποστόλη Τότσικα πάνω στη σκηνή είναι τόσο αληθινό, που αυτή είναι και
η επιτυχία της παράστασης. Μας λέει το κοινό ότι νομίζουν ότι παίζουμε σπίτι τους, δεν
φαντάζεστε τι εισπράτουμε όταν τελειώνει η παράσταση!


M.Β.: Φαντάζομαι, γιατί όταν ήρθα να σας δω στην επίσημη πρεμιέρα της παράστασης,
μέσα σε 2 ώρες μας κάνατε να βιώσουμε όλα τα συναισθήματα. Και στην αίθουσα ήταν
άνθρωποι διαφόρων ηλικιών. Πώς γίνεται να αγγίζετε τόσο πολύ τους νέους
ανθρώπους? Ο κ. Κωνσταντίνου ήταν πάντα ένα βήμα πριν από την εποχή του
καλλιτεχνικά?


Γ.Κ.: Δεν μπορώ να κατανοήσω τι είναι αυτό που με έκανε πάντα να παίζω τόσο απλά και
φυσικά. Πάντως, αυτό είναι που με κάνει κατανοητό σε όλους. Στη σκηνή επάνω δεν είμαι ο
Γιώργος είμαι ο Γκρην, έχω τη δυνατότητα, την ευτυχία και την εμπειρία να μετουσιώνομαι
και από κάτω οι θεατές να μην βλέπουν το ηθοποιό Κωνσταντίνου (που μπορεί και να μην
γνωρίζουν οι νεότεροι) αλλά τον ήρωα που παίζω. Και κάτι ακόμα, συνήθως οι ηθοποιοί
έχουν κάποια «μανιέρα», δηλαδή γίνονται γνωστοί για έναν συγκεκριμένο τρόπο που
παίζουν και τους χαρακτηρίζει, γιατί αυτό αρέσει. Εγώ δεν ήμουν ποτέ έτσι, ό,τι παίζω
μπαίνω σε κάθε ρόλο και γίνομαι άλλος. Κι αυτό ο κόσμος μου το συγχώρεσε και έφτασα
μέχρι σήμερα εδώ.


M.Β.: Σε μια εποχή μανιέρας, πώς καταφέρατε να ξεφύγετε, να παραμείνετε διαχρονικός
και να υπάρχετε ακόμα καλλιτεχνικά? Έπαιξε ρόλο μόνο το ότι κάνατε διαφορετικά
πράγματα ή και το γεγονός ότι περιοριστήκατε σε λίγες ταινίες και δεν τυποποιηθήκατε
σε ένα ρεπερτόριο?


Γ.Κ.: Όταν ξεκίνησα, αυτό μου κόστισε. Ο Κώστας Βουτσάς μου είχε πει κάποτε, ψηλέ εάν
δεν τυποποιηθείς δεν πρόκειται να κάνεις καριέρα, π.χ. να παίζεις πάντα τον «ψηλό κουτό»

σε όλες τις ταινίες. Είπα αν το κάνω αυτό καλύτερα να αφήσω και την καριέρα και το
θέατρο. Ήταν θέμα αντίληψης. Κι όμως είχε δίκιο, παίζοντας από τον Αντωνάκη στη «Γυνή
να φοβήται το άνδρα», τον Βασίλη στο «Ξύπνα Βασίλη» μέχρι τον δάσκαλο στο «Καλώς
ήρθε το δολλάριο» κ.α., ο κόσμος εκείνο τον καιρό μπερδεύτηκε, δεν έβλεπε εκείνο που
ήθελε από εμένα και δεν κόβανε εισιτήρια οι ταινίες μου. Έτσι οι παραγωγοί είπαν τέλος ο
Κωνσταντίνου και στις 15 ταινίες σταμάτησα, εν αντιθέση με τις 180 που έκανε π.χ. ο φίλος
μου ο Κώστας Βουτσάς. Δικαιώθηκα όμως εν ζωή. Γιατί οι ταινίες αυτές έγιναν κλασικές και
έκαναν επιτυχία μεταγενέστερα. Εκτιμήθηκε η προσέγγισή μου αργότερα.


M.Β.: Μιας και αναφερθήκατε στην ταινία «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα» και στον
εμβληματικό ρόλο του «Αντωνάκη», ποια είναι η εμπειρία σας από τότε, είχε κάνει
επιτυχία η ταινία? Η άποψή σας για τον γάμο ποια είναι? Τον φοβόμαστε? Το θέμα του
γάμου είναι που κάνει την ταινία τόσο διαχρονική?


Γ.Κ.: Δεν είμαι ειδικός αλλά πιστεύω μόνο σε ένα θέμα, οι περισσότεροι άνθρωποι μετά
από ένα διάστημα μεγάλο αρχίζουν και βαριούνται, επικρατεί μια ρουτίνα και σταματάει
να κυλά η αδρεναλίνη στο αίμα τους. Το θέμα είναι πώς αυτό μπορεί να το διαχειριστεί
κανείς. Φυσικά παιζει ρόλο το συναίσθημα και τα παιδιά που είναι ένας κρίκος που δεν
σπάει εύκολα. Τον καιρό που καναμε εκείνη την ταινία, ήταν πολύ μόδα όλα αυτά τα
θέματα από τον ιταλικό κινηματογράφο: χωρισμοί, απιστίες, σάτιρα για θέματα σχέσεων.
Δεν είχε βέβαια επιτυχία η ταινία, χάθηκε μέσα στις πολλές με τους λαμπερούς
πρωταγωνιστές. Δεν βρέθηκε τότε ποτέ κάποιος να με σταματήσει στον δρόμο και να με
αναγνωρίσει. Αντίθετα, αν η Βουγιουκλάκη κυκλοφορούσε στον δρόμο, θα την λιντσάρανε
από αγάπη. Υπήρχε μια προσωπολατρεία.


M.Β.: Μιας και αναφερθήκατε στους σταρ της εποχής και στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, μια
ακόμα εμβληματική σκηνή ήταν αυτή του προφιτερόλ στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο».
Ένας αυτοσχεδιασμός για ένα γλυκό, σε μια ταινία που σπάει ταμία, είναι ικανός να
κάνει έναν ηθοποιό πρωταγωνιστή?
Γ.Κ.: Το κοινό λάτρευε τις κωμωδίες τότε. Οπότε στο μόνο σημείο που στάθηκε ο κόσμος σε
μένα και με παρατήρησε ήταν όταν έκανα εκείνον τον αυτοσχεδιασμό για το προφιτερόλ.
Και ήταν μάλιστα η μόνο στιγμή που ο κόσμος με σταμάταγε στον δρόμο και μου έλεγαν
συγχαρητήρια. Εκεί ήρθε η αναγνώριση. Και τότε το είδαν αυτό οι παραγωγοί και με
κάνανε πρωταγωνιστή στο θέατρο και αργότερα και σε ταινίες!


M.Β.: Έχω την αίσθηση ότι η Μάρω Κοντού ήταν η αγαπημένη σας παρτενέρ. Ισχύει
αυτό? Η καλλιτεχνική σας χημεία είναι αδιαμφισβήτητη.
Γ.Κ.: Η Μάρω Κοντού είναι η πιο αγαπημένη μου φίλη, τη γνώρισα στην «Οδό ονείρων»
του Χατζηδάκη και στη συνέχεια κάναμε και ταινίες και θέατρο μαζί. Μέχρι σήμερα
κάνουμε παρέα, την αγαπώ πολύ και είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Γιατί εγώ δεν
μπορώ καθόλου τους μίζερους ανθρώπους που είναι περίεργοι ή ανάποδοι. Η Μάρω έχει
αυτό το χάρισμα της καλοσύνης και της θετικής ενέργειας.


M.Β.: Μας χαροποιήσατε ιδιαίτερα όταν αποφασίσατε οι δυο σας να συνεργαστείτε με
τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη στο «Αν» ως ένα remake της ταινίας σας. Ερχόμενοι στο
σήμερα, στο θέατρο Αργώ και στην παράσταση «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην», με τον
Αποστόλη Τότσικα είσαστε 2 άνθρωποι πάνω στη σκηνή που εκπροσωπείται 2
διαφορετικές γενιές ανθρώπων και ηθοποιών. Μιλήστε μας λίγο για αυτή σας την
σύμπραξη. Ποια είναι η γνώμη σας για τους νέους ηθοποιούς?

Γ.Κ.: Είμαι 65 χρόνια στο θέατρο και γνωρίζω ότι το πιο σημαντικό είναι οι ηθοποιοί να
μιλούν την ίδια γλώσσα, κάτι πολύ δύσκολο. Με τον Κώστα Γάκη, τον σκηνοθέτη της
παράστασης, και τον Αποστόλη Τότσικα καταφέραμε να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα.
Κάναμε μια ομάδα οι τρεις μας, μια ομάδα που καταλάβαινε ο ένας τον άλλον και
λειτούργησε η χημεία. Αυτό που συμβαίνει δεν το έχω ξαναζήσει, ξεχνιόμαστε πάνω στη
σκηνή και αυτό είναι που αγάπησε ο κόσμος σε αυτό το έργο, ένα έργο που είναι για εμένα
ο σταθμός της ζωής μου.
Υπάρχουν νέοι άνθρωποι που έχουν πάρα πολύ ταλέντο, αλλά θα σταθώ σε ένα σημείο
απέναντί τους, να μην επαναπαύονται στις δάφνες τους και να είναι ειλικρινείς σε αυτό
που κάνουν ως προς τον κόσμο, να αφήσουν τα «καλάμια» απ’ έξω, να μην στέκονται σε
μια τηλεόραση γιατί το θεμέλιο είναι το θέατρο. Η επιτυχία της τηλεόρασης είναι κάτι
εφήμερο, μια παγίδα που πέφτουν μέσα, το θέατρο είναι αυτό που μένει.


M.Β.: Το έργο αγγίζει και θέματα σημερινά, θέματα διαφορετικότητας και διαφορετικών
αντιλήψεων. Ποια είναι η άποψή σας για αυτό? Σήμερα, που προασπιζόμαστε τα
ανθρώπινα δικαιώματα περισσότερο από ποτέ, είμαστε μια εξελιγμένη κοινωνία πλέον ή
παραμένουμε βαθιά συντηρητικοί και το παίζουμε μοντέρνοι?
Γ.Κ.: Το έργο αυτό είναι χαρισματικό. Αγγίζει θέματα σημερινά, που αφορούν όλους και
αυτό είναι το ενδιαφέρον του. Παίζεται σε όλον τον κόσμο. Μιλάει για δυο ανθρώπους που
ζουν σε έναν δικό τους κόσμο. Ο Γκρην είναι πουριτανός, παραδοσιακός και κολλημένος
στις δικές του αντιλήψεις και στη μοναξιά του, ενώ ο άλλος είναι εγκλωβισμένος στην
ιδιατερότητά του. Αντιλαμβάνεστε πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ο ένας τον άλλον,
αρχίζει όμως να ασχολείται ο ένας με το πρόβλημα του άλλου, γιατί στο βάθος τους
υπάρχει κάτι κοινό, το συναίσθημα και φτάνουμε σε ένα αποτέλεσμα στο τέλος που
συγκλονίζει. Είναι ένα έργο γεμάτο συναίσθημα και ανατροπές.
Έχω ζήσει και σε άλλες εποχές που ήταν πιο σκληρά τα πράγματα, χλευάζανε και
γελιοποιούσαν τους διαφορετικούς ανθρώπους, βγάζανε τα κόμπλεξ τους πολύ έντονα σε
άλλους ανθρώπους. Εγώ δεν σκεφτόμουν ποτέ έτσι. Έχουν αλλάξει τα πράγματα, αρχίζει ο
κόσμος να συνειδητοποιεί ότι ο οποιοσδήποτε έχει δικαίωμα να έχει μια ιδιαιτερότητα,
έχει δικαίωμα της ζωής του, έχει δικαίωμα του εαυτού του. Υπάρχει τεράστια διαφορά
σήμερα από τότε, κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο.


M.Β.: Τελικά όσο διαφορετικές απόψεις κι αν έχουμε, τελικά το μυστικό για να
συναισθανθούμε τον άλλον και να τον καταλάβουμε είναι να έχουμε την ευκαιρία να
έρθουμε σε επαφή μαζί του? Είναι στην ανθρώπινη φύση η ενσυναίσθηση? Η επαφή
είναι το αντίδοτο στην ενσυναίσθηση που λείπει από τη γενιά μας?
Γ.Κ.: Φυσικά ναι! Είναι φυσικό ένας άνθρωπος που ζει στη μοναξιά του κλεισμένος να μην
μπορεί να ασχολείται με τη διαφορετικότητα των ανθρώπων. Κι όταν κατά τύχη έρθει σε
επαφή με κάποιον που είναι διαφορετικός από τον ίδιο, όπως συμβαίνει στο έργο, δεν
ξέρει πώς να το διαχειριστεί. Δεν θέλει και δεν ξέρει πώς να το διαχειριστεί. Κάποια στιγμή
φτάνει στο σημείο να τον συμπονάει γιατί θεωρεί την ιδιατερότητά του μια αρρώστια. Όλοι
έχουμε μέσα μας ευαισθησία αρκεί να την καλλιεργήσουμε. Είναι θέμα ανθρώπου πώς
αντιμετωπίζουν μια κατάσταση. Είναι θέμα ανθρωπιάς και προσπάθειας!


M.Β.: Η σχέση σας σήμερα με την τηλεόραση ποια είναι κ. Κωνσταντίνου? Θυμάμαι να
είσαστε από τους πρώτους που έκαναν σίριαλ στην δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση. Την

αγαπάτε? Είχατε δηλώσει κάποτε πως η τηλεόραση είναι η «ερωμένη» σας και το θέατρο
η «σύζυγος»!
Γ.Κ.: Ναι γιατί η τηλεόραση φεύγει, περνάει, ενώ η σύζυγος μένει! Είχα κάνει πολύ
σημαντικές και επιτυχημένες σειρές στην τηλεόραση. Την αγαπώ πάρα πολύ όμως θα
πρέπει να ρωτήσετε τους σκηνοθέτες και τους παραγωγούς γιατί βρίσκομαι τώρα εκτός
τηλεόρασης. Βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι θα έκανα οτιδήποτε θα μου πρότειναν.
Τελευταία όμως έχω κάνει κάποια σημαντικά guests, με πρόσφατο τα γυρίσματα για το
«Έχω παιδιά» στο MEGA, όπου κάνω έναν ιδιαίτερο παιδίατρο. Αυτά θέλω να τα κάνω!
Τώρα όμως γίνονται μόνο δραματικά, λείπει η κωμωδία, λείπει το γέλιο, πουλάει η μαυρίλα
πια. Αρέσει στον κόσμο να βλέπει κάτι και να κλαίει, να βλέπει εγκλήματα, απάτες,
χωρισμούς. Αυτό δεν το καταλαβαίνω!


M.Β.: Έχω την αίσθηση ότι από φέτος αρχίζει να αλλάζει αυτό. Ψυχολογικά ίσως είχαμε
ανάγκη το δράμα για να νιώσουμε ότι εμείς είμαστε σε καλύτερη μοίρα, όμως πλέον
έχουμε ανάγκη να γελάσουμε και ήρθαν ξανά οι κωμωδίες στο προσκήνιο. Θέλουμε να
σας δούμε σε μια κωμωδία λοιπόν! Απωθημένα καλλιτεχνικά έχετε? Σε έργα ή σε θέατρα
όπως η Επίδαυρος π.χ.?
Γ.Κ.: Έχω παίξει μια φορά μόνο στην Επίδαυρο, έχω παίξει Αριστοφάνη, όπως και σε
τραγωδία. Αναφορικά με τα έργα, όχι, δεν είχα ποτέ κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου. Δεν
έχω απωθημένα στη ζωή μου.


M.Β.: Είναι ευτυχία να μην έχει κάποιος απωθημένα! Κλείνοντας, με αφορμή τα όσα
έχουν ακουστεί για το θέατρο τα τελευταία χρόνια και για άσχημες συμπεριφορές από
κάποιους πρωταγωνιστές του, τι είναι αυτό που έχει τελικά μεγαλύτερη σημασία για
έναν καλλιτέχνη, να είναι καλός ηθοποιός ή καλός άνθρωπος και να έχει σωστή
συμπεριφορά?
Γ.Κ.: Κοιτάξτε για να πετύχει ένας άνθρωπος στην τέχνη χρειάζονται και τα δύο. Το ταλέντο
χωρίς ανθρωπιά χάνει από τη ζωή του αλλά και η ανθρωπιά από μόνη της δεν φτάνει χωρίς
ταλέντο. Εκείνο που έχει σημασία είναι ένα, για μένα τουλάχιστον: ότι κέρδισα στη ζωή
μου, δεν είναι ουτε χρήματα ούτε τίποτα άλλο, είναι μόνο η αγάπη του κόσμου. Να σου
λένε ότι σε αγαπάω σαν άνθρωπο αντί σε θαυμάζω ως ηθοποιό. Ένας καλλιτέχνης πρέπει
να είναι και βαθιά άνθρωπος. Και να σας πως και κάτι? Όσο πιο πολύ άνθρωπος είσαι έχεις
και περισσότερο ταλέντο, γιατί δουλεύουν μέσα σου οι ευαισθησίες.


M.Β.: Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πολύ για την κουβέντα μας κ. Κωνσταντίνου. Στην
αρχή αισθανόμουν τιμή που μας μιλήσατε, όμως τώρα υπερισχύει η χαρά που σας
γνώρισα κι ανθρώπινα. Είσαστε ένας καλός άνθρωπος κι αυτό είναι το μεγαλύτερό σας
ταλέντο!
Γ.Κ.: Σας ευχαριστώ πολύ! Και θα ήθελα να ευχαριστήσω και τον κόσμο που με υποδέχτηκε
και με αγάπησε γι’ αυτό που είμαι. Κι ευχαριστώ και τους θεατές που αγάπησαν αυτό το
έργο, το «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην». Και θα κλείσω με κάτι τετρημένο, που όμως με
απασχολεί καθημερινά με αυτά που βλέπω. Μακάρι να ζήσουμε μια ειρήνη!

 

Tags