Απόσπασμα από το βιβλίο «Από την Αυτοεκτίμηση στον Εγωϊσμό» του Χόρχε Μπουκάι που μας εξηγεί...
πως λειτουργεί η σχέση με τους γονείς μας στο παρόν και στο μέλλον μας.
Για να μάθω να εκτιμώ τον εαυτό μου δε φτάνει μόνο να αισθανθώ πως κάποιος τρίτος με εκτιμά. Πρέπει, επιπλέον, αυτός ο τρίτος να αισθάνεται ότι αξίζει ο ίδιος, και να τον θεωρώ κι εγώ αξιόλογο. Τι να την κάνω την εκτίμηση κάποιου που δεν αξίζει ή δεν αισθάνεται ο ίδιος πως αξίζει;
Όποτε μιλάω γι’ αυτό το θέμα, μου έρχεται στο μυαλό μια ιστορία που αποφεύγω συνήθως να τη λέω δημοσίως γιατί το περιεχόμενό της είναι πολύ σκληρό. Σήμερα όμως που συζητάμε την ξαναθυμήθηκα κι αποφάσισα να τη μοιραστώ μαζί σου, γιατί συμβολίζει κάτι που δεν μπορεί να συμβεί αν δεν πληρώσει κάποιος ένα πολύ ακριβό τίμημα, αλλά και γιατί δείχνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη πόσο μεγάλη επίδραση έχει στη ζωή μας η σχέση με τους γονείς μας.»
Πάει καιρός που ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό της Ανατολής ένας άντρας με τέσσερις γιους. Τη στιγμή που εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία, ο μικρότερος ήταν γύρω στα τριάντα, ενώ τ’ αδέλφια του 35, 37 και 40 χρόνων. Ο πατέρας είχε μόλις περάσει τα εξήντα, επειδή όμως την εποχή εκείνη το προσδόκιμο ζωής ήταν γύρω στα 40 χρόνια, στην ουσία ήταν ένας ηλικιωμένος με όλα τα προβλήματα της γεροντικής ηλικίας. Το μυαλό του, το σώμα, οι σφιγκτήρες, η ικανότητά του να τα καταφέρνει μόνος του… τίποτα δε λειτουργούσε καλά σ’ αυτόν τον άνθρωπο.
Μια μέρα ο μικρότερος γιος παντρεύεται και φεύγει από το σπίτι, οπότε δημιουργείται ένα μεγάλο πρόβλημα: ο πατέρας μένει μόνος. Η μητέρα έχει πεθάνει στην τελευταία γέννα και τα μεγαλύτερα αδέλφια είναι ήδη παντρεμένα. Κατά συνέπεια, τώρα δεν υπάρχει κανείς για ν’ αναλάβει τον ηλικιωμένο άνθρωπο, και το χειρότερο είναι ότι, την εποχή που μιλάμε, δεν υπάρχουν οίκοι ευγηρίας ούτε λεφτά για να πληρώσουν κάποιον να τον φροντίζει.
Τα παιδιά αρχίζουν να νιώθουν ότι, παρόλη την αγάπη που του έχουν, ο πατέρας τους αποτελεί πρόβλημα. Δεν μπορεί κανένα από τα παιδιά να τον πάρει στο σπίτι να ζήσει μαζί του και να τον φροντίζει.
ΑΡΑ, ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ Μ’ ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΟΒΑΡΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ.
Η ουσία της ιστορίας αρχίζει όταν τα παιδιά μαζεύονται για να συζητήσουν ποιο θα είναι το μέλλον του πατέρα τους. Κάποια στιγμή σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να τον παίρνουν στο σπίτι τους με τη σειρά, αμέσως όμως καταλαβαίνουν ότι αυτή δεν είναι επαρκής λύση και, εκτός των άλλων, θα είχε σοβαρές συνέπειες στη ζωή όλων τους. Και τότε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, αρχίζουν να σκέφτονται ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί, θα ήταν ο πατέρας τους να πεθάνει.
Παρά τον ψυχικό πόνο που τους δημιουργεί η συνειδητοποίηση αυτή, σημειώνουν αμέσως ότι δεν μπορούν να περιμένουν άπρακτοι να συμβεί το μοιραίο, καθώς ο πατέρας τους θα μπορούσε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη σ’ αυτήν την κατάσταση. Σκέφτονται, επίσης, ότι κανένας τους δεν μπορεί ν’ αντέξει αυτήν την καθυστέρηση.
Και τότε, μυστηριωδώς, ένας τους έχει μια ιδέα: ίσως το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να περιμένουν να έρθει ο χειμώνας και ν’ αποτελειώσει αυτός τον πατέρα τους. Να γίνει, δηλαδή, όπως το φαντάζονται: να μπουν στο δάσος μαζί του, αυτός να χαθεί, και το κρύο με τους λύκους να αναλάβουν τα υπόλοιπα…
Τους θλίβει αυτή η προοπτική, ωστόσο αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να κάνουν για το μέλλον και τη ζωή τους. Αποφασίζουν λοιπόν να φροντίζουν τον πατέρα τους εναλλάξ, αλλά μόνο μέχρι να έρθει ο χειμώνας.
Μετά την πρώτη έντονη χιονόπτωση, τα τέσσερα αδέλφια συγκεντρώνονται ξανά στο σπίτι και λένε στον πατέρα τους:
«Έλα, πατέρα, πάμε να ντυθείς γιατί θα βγούμε.»
«Θα βγούμε; Με τέτοιο χιόνι;» ρωτάει εκείνος απορημένος.
Οι γιοί του, όμως, απαντάνε:
«Ναι, ναι, έλα, πάμε.»
Ο καημένος ο πατέρας ξέρει ότι το μυαλό του δε δουλεύει καλά τελευταία, κι έτσι αναγκάζεται να υπακούσει σ’ αυτό που του λένε τα παιδιά του.
Τον ντύνουν, του φοράνε —τι ειρωνεία!— ένα ζεστό παλτό, και παίρνουν κι οι πέντε τον δρόμο για το δάσος.
Μόλις φτάνουν εκεί, αρχίζουν να ψάχνουν ένα μέρος για να τον αφήσουν και να εξαφανιστούν γρήγορα. Προχωρούν στο δάσος, όλο και πιο βαθιά, ώσπου κάποια στιγμή φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο. Αναπάντεχα, ακούνε τον πατέρα τους να λέει:
«Εδώ είναι.»
«Τι; Ποιο;» ρωτάνε έκπληκτοι οι γιοι του.
«Εδώ είναι» λέει ξανά.
Ο πατέρας ασφαλώς δεν είχε αρκετή πνευματική διαύγεια για να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, κι εκείνοι είχαν προσέξει πολύ να μην τους ξεφύγει τίποτα…
Σε τι αναφερόταν λοιπόν ο γέρος;
«Εδώ, εδώ. Αυτό εδώ είναι το μέρος…» επιμένει εκείνος, ιδρωμένος και με τα μάτια του να έχουν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους.
Τότε κι οι γιοι του τον ρωτάνε:
«Ποιο μέρος, πατέρα; Για τι πράγμα μιλάς;»
Κι ο γέρος τους απαντά:
«Εδώ είναι το μέρος όπου, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, εγκατέλειψα τον πατέρα μου».
«Τρέχουν τα μάτια μου… Πολύ σκληρό. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν τη διηγείσαι δημοσίως αυτήν την ιστορία.»
«Καλώς ή κακώς, αυτήν την επίδραση έχει η διαπαιδαγώγηση: αποκτούμε την τάση να συμπεριφερόμαστε στους γονείς μας όπως εκείνοι μας έμαθαν με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους δικούς τους γονείς, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα παιδιά μας θα κάνουν σ’ εμάς τα ίδια που είδαν να κάνουμε κι εμείς στους γονείς μας.
«Μεταδίδοντας στα παιδιά μας τη συναισθηματική ικανότητα της αγάπης, της φροντίδας και της στήριξης των δικών μας γονιών, τους έχουμε διδάξει αυτήν την ίδια ικανότητα, τους την έχουμε μάθει.
Ωστόσο, αν πηγαίνω σπίτι και λέω: “Πότε θα ’ρθει η ώρα να πεθάνει ο γέρος μου”, κάποια μέρα θα περάσει κι απ’ το μυαλό του δικού μου γιου η ιδέα να μ’ εγκαταλείψει στο δάσος. Κι αυτό επαναλαμβάνεται με κάθε μήνυμα που στέλνουμε. Αν ζω λέγοντας μέσα μου πως δουλεύω σε μια δουλειά που δεν μου αρέσει, πως η ζωή είναι απαίσια, πως δεν αξίζω τίποτα, πως έχω βαρεθεί να είμαι όπως είμαι… αν ζω χωρίς αυτοσεβασμό και ντρέπομαι για τα λίγα που έχω πετύχει, εγκλωβισμένος στη ζωή που κάνω με χαμηλή αυτοεκτίμηση… πώς θα καταφέρω ο γιος μου (που είναι ο γιος κάποιου που δεν αξίζει) να νιώθει πως αξίζει; Μόνο αυτός που αισθάνεται πως αξίζει, μπορεί να δώσει στους απογόνους του να καταλάβουν τι σημαίνει να νιώθεις πως αξίζεις.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει αν πρέπει ν’ αναζητήσω την εκτίμηση έξωθεν, στην περίπτωση που δεν είχα την τύχη να γεννηθώ σ’ ένα περιβάλλον όπου ο πατέρας και η μητέρα μου ένιωθαν να αξίζουν, εξυψώνοντάς με κι εμένα. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να βρω ανθρώπους ικανούς να δίνουν και να παίρνουν αγάπη, ανθρώπους που είναι περήφανοι γι’ αυτό που είναι κι έχουν το θάρρος να πρωταγωνιστήσουν στη ζωή τους.